Αρχική » Χρήσιμες Πληροφορίες » Περί Παχυσαρκίας

Περί Παχυσαρκίας

ΥΠΕΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η παχυσαρκία έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα δημόσιας υγείας του 21ου αιώνα. Ο όρος ‘επιδημία’ χρησιμοποιείται συχνά στις μέρες μας για να περιγράψει την δραματική αύξηση της συχνότητας της παχυσαρκίας. Πριν από το 1980, περίπου το 15% των ενηλίκων και το 5% των παιδιών στις Η.Π.Α. ήταν υπέρβαροι. Σήμερα, στις Η.Π.Α. το 30% των ενηλίκων και 15% των παιδιών και εφήβων είναι παχύσαρκοι. Επιπλέον, το 35% των ενηλίκων και 15% των παιδιών είναι υπέρβαροι (1).

Στην Ελλάδα, το ποσοστό υπερβαρότητας και παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία ανέρχεται στο 30%. Σύμφωνα με σχετικά πρόσφατη μελέτη της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών σχετικά με την πληθυσμιακή ανάλυση των καμπυλών αύξησης Ελλήνων παιδιών και εφήβων, η 95η εκατοστιαία θέση βάρους έχει αυξηθεί την τελευταία 20ετία κατά 15 κιλά στα αγόρια και 7 κιλά στα κορίτσια. Αυτά τα αποτελέσματα αντιστοιχούν σε αγόρια παχύτερα κατά 3 κιλά και κορίτσια παχύτερα κατά 2 κιλά από τα αντίστοιχα παιδιά των ΗΠΑ, υποδηλώνοντας ότι η Ελλάδα έχει τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής και εφηβικής παχυσαρκίας παγκοσμίως (2).

Καθώς τα παχύσαρκα παιδιά ενηλικιώνονται, αντιμετωπίζουν ένα πλήθος ιατρικών προβλημάτων που οφείλονται στην παχυσαρκία σε νεώτερες ηλικίες. Η παχυσαρκία στην παιδική και εφηβική ηλικία οδηγεί σε παχυσαρκία κατά την ενήλικη ζωή και η δραματική αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας είναι στενά συνδεδεμένη με την αυξημένη συχνότητα της παχυσαρκίας των ενηλίκων. Η νοσηρότητα και θνησιμότητα που συνοδεύουν την παχυσαρκία αυξάνουν επίσης ραγδαία. Επιπλοκές της παχυσαρκίας περιλαμβάνουν καρδιαγγειακά προβλήματα, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, διαταραχές του ενδοθηλίου, ινσουλινοαντοχή και διαβήτη τύπου 2, υπογοναδισμό και πολυκυστικές ωοθήκες, ορθοπεδικές επιπλοκές και χολολιθίαση, και ευθύνονται για ένα σημαντικά υψηλό ποσοστό των δαπανών της δημόσιας υγείας. Για τούς λόγους αυτούς η παχυσαρκία θεωρείται μια από τις πιο σοβαρές απειλές της δημόσιας υγείας τόσο στην χώρα μας όσο και στον υπόλοιπο κόσμο (1-5).

Η προοδευτική αύξηση της συχνότητας της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας στη χώρα μας υποδηλώνει ότι το ισχύον σύστημα δεν είναι αποτελεσματικό ως προς την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αίτια της μη ικανοποιητικής αυτής αντιμετώπισης περιλαμβάνουν: 1) πλημμελή καταγραφή του δείκτη μάζας σώματος σε παιδιά και εφήβους που προσέρχονται σε Παιδιάτρους ή Γενικούς Γιατρούς για οξέα ή χρόνια ιατρικά προβλήματα, 2) έλλειψη σαφούς καθοδήγησης των Παιδιάτρων, Γενικών Γιατρών και άλλων επιστημόνων υγείας σχετικά με το πώς θα διακινήσουν ένα υπέρβαρο ή παχύσαρκο παιδί, 3) έλλειψη συντονισμού των φορέων που εμπλέκονται στην υγεία του παιδιού σχετικά με την αντιμετώπιση της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας, και 4) έλλειψη ικανοποιητικής ενημέρωσης των γονέων καθώς και όλων των φορέων που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τη διατροφή και την άσκηση του παιδιού σχετικά με την πρόληψη και αντιμετώπιση της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας. Για τον λόγο αυτό είναι απόλυτα απαραίτητο να δοθεί έμφαση τόσο στην πρόληψη όσο και στην αντιμετώπιση της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βοηθήσουμε αποτελεσματικά στη βελτίωση της υγείας των πολιτών της χώρας μας κατά την ενήλικη ζωή καθώς και στην ελάττωση του κόστους νοσηλείας τους λόγω των επιπλοκών της παχυσαρκίας.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ

Αξίζει να σημειωθεί ότι η νοσηρότητα και θνησιμότητα στην ενήλικη ζωή μπορεί να σχετίζονται περισσότερα στενά με τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) στην παιδική και εφηβική ηλικία, από ότι με το ΔΜΣ στην ενήλικη ζωή. Πρόσφατες προοπτικές μελέτες επιβεβαίωσαν την σημαντική αύξηση της θνησιμότητας με την προοδευτική αύξηση του ΔΜΣ και έδειξαν ότι ακόμη και μια ήπια αύξηση του ΔΜΣ στην ενήλικη ζωή οδηγεί σε ελάττωση του προσδόκιμου επιβίωσης (6). Επίσης, ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου στην ενήλικη ζωή (> 25 έτη) αυξάνει γραμμικά με αύξηση του ΔΜΣ στην παιδική και εφηβική ηλικία (7 – 13 έτη) ανεξάρτητα από το ΔΜΣ στην ενήλικη ζωή, και είναι μεγαλύτερος σε άνδρες από ότι σε γυναίκες (7). Τέλος, ο ΔΜΣ κατά την παιδική ηλικία συσχετίζεται πολύ στενά με την πρώιμη θνησιμότητα στην ενήλικη ζωή (< 50 έτη) (8). Οι μελέτες αυτές καταδεικνύουν την σοβαρή επίπτωση που έχει η παχυσαρκία στην υγεία καθώς και στο κόστος της ιατρικής περίθαλψης των πολιτών μιας χώρας. Επίσης, υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη σημασία της πρόληψης της παχυσαρκίας κατά την παιδική και εφηβική ηλικία στην βελτίωση της υγείας κατά την ενήλικη ζωή καθώς και στην ελάττωση του κόστους νοσηλείας των πολιτών λόγω των επιπλοκών της παχυσαρκίας.

 

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Αν και η προοδευτική αύξηση της συχνότητας της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας στις περισσότερες ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες τα τελευταία 10-50 χρόνια οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως μείωση της φυσικής δραστηριότητας και εύκολη πρόσβαση σε τροφές υψηλής θερμιδικής αξίας, έχει επίσης αποδειχθεί ότι κληρονομικοί παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά την λιπώδη μάζα. Μελέτες γονέων-παιδιών, διδύμων όπως και παιδιών που υιοθετήθηκαν συνηγορούν υπέρ του ότι η εναπόθεση λίπους είναι κυρίως κληρονομική και ότι γενετικοί παράγοντες συμβάλλουν κατά 60-84% στο να καθορίσουν τον ΔΜΣ ενός ατόμου (1-5).

Αναλυτικότερα, οι παράγοντες που ευθύνονται για την αύξηση της συχνότητας της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας είναι:

Κληρονομικότητα: Ευθύνεται περίπου για το 10% της διακύμανσης του βάρους σώματος. Στην ηλικία των 17 ετών, ένα παιδί του οποίου και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι έχει τριπλάσιες πιθανότητες να γίνει και το ίδιο παχύσαρκο, σε σχέση με ένα άλλο παιδί του οποίου και οι δύο γονείς έχουν φυσιολογικό βάρος. Επίσης, ένα παιδί που έχει παχύσαρκα αδέρφια έχει 40% πιθανότητες να είναι και το ίδιο παχύσαρκο.

Σύγχρονος Τρόπος Ζωής: Η τηλεόραση, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συμβάλλουν στην αύξηση της καθιστικής ζωής.

Οικογένεια: Η οικογένεια, όπως είναι γνωστό, ιδιαίτερα κατά τη νηπιακή και προσχολική ηλικία, αποτελεί το βασικότερο παράγοντα που επηρεάζει τις συνήθειες του παιδιού στο φαγητό. Οι γονείς μεταφέρουν με το παράδειγμά τους συμπεριφορές σε θέματα διατροφής, και γι’ αυτό οφείλουν να προσφέρουν στο παιδί ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο. Η ευθύνη αυτή δεν περιορίζεται στην υγιεινή και την ασφάλεια του φαγητού, αλλά συμπεριλαμβάνει την ποικιλία, την ποσότητα, το ωράριο των γευμάτων, την συνύπαρξη ολόκληρης της οικογένειας ακόμα και την ατμόσφαιρα που υπάρχει γύρω από το τραπέζι στο γεύμα.

Θηλασμός: Ο θηλασμός θεωρείται ένα σημαντικό μέτρο πρόληψης της παιδικής παχυσαρκίας. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, παιδιά που έχουν θηλάσει για τουλάχιστον 4 εβδομάδες είναι λιγότερο πιθανό να είναι υπέρβαρα, συγκριτικά με συνομήλικα τους που σιτίστηκαν με τεχνητό γάλα. Επίσης, τα παιδιά αυτά έχουν χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος σε ηλικία 1 έτους, επομένως χαμηλότερο κίνδυνο υπερβαρότητας σε μεγαλύτερες.

Σχολικό περιβάλλον: Το σχολείο, όπου το παιδί περνάει πολλές ώρες, αποτελεί έναν χώρο στον οποίο πρέπει να εκπαιδευτεί στην υγιεινή διατροφή. Το σχολικό κυλικείο είναι ένας πολύ σημαντικός χώρος για τη σχολική υγεία και μπορεί να λειτουργήσει ως φορέας προαγωγής της υγείας. Πολλά προϊόντα, όπως πατατάκια, γαριδάκια, τυρόπιτες, σοκολατούχα γάλατα, αναψυκτικά, μπισκότα, σοκολάτες και κρουασάν, θα πρέπει να αντικατασταθούν με άπαχα σάντουιτς με λαχανικά, φυσικούς χυμούς, γάλα και φρούτα. Με τον τρόπο αυτό, οι επιλογές του φαγητού που θα έχει το παιδί την ώρα που πεινάει θα είναι πιο υγιεινές.

Σωματική Δραστηριότητα: Η παιδική παχυσαρκία δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κακής διατροφής αλλά και της περιορισμένης άσκησης – δραστηριότητας. Οι γονείς θα πρέπει να ωθούν το παιδί σε αθλητικές δραστηριότητες, καθώς η σωματική άσκηση βοηθά στην καλή κατανομή του λίπους στα διάφορα μέρη του σώματος, διατηρεί μακροπρόθεσμα φυσιολογικό το βάρος του σώματος και μειώνει σε μεγάλο βαθμό τις πιθανότητες εμφάνισης προβλημάτων υγείας. Αν το παιδί συνηθίσει σε μια καθημερινή δραστηριότητα από μικρή ηλικία, έχει πολλές πιθανότητες να συνεχίσει τη συνήθεια αυτή και στη μετέπειτα ζωή του.

 

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Η αντιμετώπιση της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας και των επιπλοκών τους απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση με σκοπό: 1) να ελαττώσει τον ΔΜΣ και τον λιπώδη ιστό, 2) να αυξήσει την ευαισθησία των σκελετικών μυών και λιπώδους ιστού στην ινσουλίνη, 3) να ελαττώσει την ηπατική παραγωγή γλυκόζης, 4) να ελαττώσει τις συγκεντρώσεις γλυκόζης νηστείας και μετά από γεύμα, 5) να ελαττώσει τις συγκεντρώσεις ινσουλίνης νηστείας, καθώς και μετά από γεύμα, 6) να ελαττώσει τις συγκεντρώσεις των λιπιδίων στο πλάσμα, 7) να ελαττώσει την αρτηριακή πίεση, 8) να ελαττώσει τις προφλεγμονώδεις κυτοκίνες και 9) να αποκαταστήσει την φυσιολογική λειτουργία του ενδοθηλίου.

Η αντιμετώπιση της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας συνίσταται σε διαφοροποίηση/τροποποίηση του τρόπου ζωής (αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες, άσκηση και θεραπεία συμπεριφοράς), φαρμακευτική θεραπεία και σε επιλεγμένες περιπτώσεις χειρουργική αντιμετώπιση.

Δίαιτα: Η ελάττωση της πρόσληψης θερμίδων και η απώλεια βάρους με οποιοδήποτε τρόπο ελαττώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 και καρδιοκυκλοφορικών επιπλοκών σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους, όπως και σε ενήλικες. Η μειωμένη πρόσληψη υψηλού γλυκαιμικού δείκτη τροφών (χυμοί, ζυμαρικά, πατάτες, λευκό ψωμί) και η αντικατάσταση των κορεσμένων λιπαρών οξέων από πολυακόρεστα και Ω3 λιπαρά οξέα ωφελούν σημαντικά τα παχύσαρκα παιδιά, καθώς ελαττώνουν την πρόσληψη θερμίδων, βελτιώνουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και προστατεύουν από την ανάπτυξη των επιπλοκών που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Επιθυμητή είναι η δίαιτα πλούσια σε λαχανικά, φυτικές ίνες, άπαχο κρέας, ψάρι και γαλακτοκομικά προϊόντα με χαμηλή συγκέντρωση λιπαρών (9-12).

Άσκηση: Η καθιστική ζωή αυξάνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη, ενώ η άσκηση σε συνδυασμό με ελάττωση της πρόσληψης θερμίδων και λιπαρών αυξάνει την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη και μειώνει το ρυθμό εξέλιξης προ-διαβήτη σε διαβήτη στην ενήλικη ζωή (9-12).

Συμβουλευτική παιδιών και γονέων: Τα οφέλη της δίαιτας και άσκησης είναι μεγαλύτερα όταν συνοδεύονται από συμβουλευτική και θεραπεία συμπεριφοράς των παιδιών και της οικογένειας. Προβλήματα στην οικογένεια ή στο σχολείο, τα οποία δεν αναγνωρίζονται και δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, οδηγούν σε ψυχολογική επιβάρυνση του παιδιού και του εφήβου και συχνά σε συναισθηματική λήψη τροφής. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε σύγκριση με τους ενήλικες, τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν αναπτυγμένη σε μικρότερο βαθμό την ικανότητα να προσδιορίζουν στρεσογόνα ή/και συναισθηματικά επώδυνα ερεθίσματα, να τα επεξεργάζονται νοητικά και συναισθηματικά, και να τα αντιμετωπίζουν ανάλογα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε πρόσληψη τροφής και δυσκολία τήρησης των σωστών διατροφικών συνηθειών (9-12).

Φαρμακευτική αγωγή: Η φαρμακευτική αντιμετώπιση στοχεύει κυρίως στην αύξηση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, καθώς και στην κατάλληλη αντιμετώπιση των επιπλοκών της παχυσαρκίας (9-12).

Βαριατρική χειρουργική: Η βαριατρική χειρουργική συνιστάται επιλεκτικά σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία, στους οποίους τα αποτελέσματα των παραπάνω μεθόδων δεν είναι ενθαρρυντικά ενώ συνυπάρχουν σημαντικές μεταβολικές και αγγειακές επιπλοκές (9).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
  1. Hill JO. Understanding and addressing the epidemic of obesity: an energy balance perspective. Endocr Rev. 2006; 27(7): 750-61.
  2. Chiotis D, Krikos X, Tsiftis G, Hatzisymeaon M, Maniati-Christidi M, Dacou-Voutetakis A. Body mass index and prevalence of obesity in subjects of Hellenic origin aged 0-18 years, living in the Athens area. Ann Clin Pediatr Univ Atheniensis 2004; 51:139-154.
  3. Speiser PW, Rudolf MCJ, Anhalt Weiss R, Kaufman FR. Metabolic complications of childhood obesity: identifying and mitigating the risk. Diabetes Care. 2008; 31 Suppl 2: S310-6.
  4. Nigro J, Osman N, Dart AM, Little PJ. Insulin resistance and atherosclerosis .Endocr Rev. 2006; 27(3): 242-59.
  5. Fernández-Real JM, Ricart W. Insulin resistance and chronic cardiovascular inflammatory syndrome. Endocr Rev. 2003; 24(3): 278-301.
  6. Adams KF, Schatzkin A, Harris TB, Kipnis V, Mouw T, Ballard-Barbash R, Hollenbeck A, Leitzmann MF. Overweight, obesity, and mortality in a large prospective cohort of persons 50 to 71 years old. N Engl J Med. 2006; 355(8):763-78.
  7. Baker JL, Olsen LW, Sørensen TI. Childhood body-mass index and the risk of coronary heart disease in adulthood. N Engl J Med. 2007; 357(23):2329-37.
  8. Franks PW, Hanson RL, Knowler WC, Sievers ML, Bennett PH, Looker HC. Childhood obesity, other cardiovascular risk factors, and premature death. N Engl J Med. 2010; 362(6):485-93.
  9. Freemark M. Metabolic consequences of obesity and their management. In: Brook’s Clinical Pediatric Endocrinology, Brook CGD, Clayton PE, Brown RS (eds), 5th edition, 2005; pages 419-435.
  10. Spear BA, Barlow SE, Ervin C, Ludwig DS, Saelens BE, Schetzina KE, Taveras EM. Recommendations for treatment of child and adolescent overweight and obesity. Pediatrics. 2007; 120 Suppl 4: S254-88.
  11. Davis MM, Gance-Cleveland B, Hassink S, Johnson R, Paradis G, Resnicow K. Recommendations for prevention of childhood obesity. Pediatrics. 2007; 120 Suppl 4: S229-53.
  12. Barlow SE; Expert Committee. Expert committee recommendations regarding the prevention, assessment, and treatment of child and adolescent overweight and obesity: summary report. Pediatrics. 2007; 120 Suppl 4:S164-92.
Μετάβαση στο περιεχόμενο